- ὀλίζονες
- ὀλίζονες: see ὑπολίζονες.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὀλίζονες — ὀλίγος little masc/fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)